- οπισθοδρομικότητα
- ηεμμονή σε απηρχαιωμένες αντιλήψεις, συντηρητισμός, έλλειψη προοδευτικότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στην Αιμιλία Κτ. Λεοντιάδα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπισθοδρομικότητα — η 1. η παραμονή σε παλιές και ξεπερασμένες ιδέες. 2. άρνηση να ακολουθήσει κανείς νέες ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
μεσαιωνισμός — ο 1. η ιδιότητα τού μεσαιωνικού 2. μτφ. ανελευθερία, οπισθοδρομικότητα, βαρβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαίων (μεσαίωνας) + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Δ. Θερειανό] … Dictionary of Greek
οπισθοδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω 2. μτφ. αυτός που υποστηρίζει απηρχαιωμένες αντιλήψεις και συνήθειες, καθυστερημένος, συντηρητικός. επίρρ... οπισθοδρομικώς και ά με οπισθοδρομικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αντσενγκρούμπερ, Λούντβιχ — (Ludwig Anzengruber, 1839 – 1889). Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος. Συνεχίζοντας την παράδοση της λαϊκής κωμωδίας και του βιεννέζικου Singspiel, ο Α. έδωσε ζωντανές, νατουραλιστικές εικόνες της αγροτικής κοινωνίας, διαποτισμένης… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αναχρονισμός — ο 1. λάθος στη χρονολογική τοποθέτηση πραγμάτων ή γεγονότων: Από απροσεξία πιθανόν, υπάρχουν στην εργασία του πολλοί αναχρονισμοί. 2. οπισθοδρομικότητα: Είναι αναχρονισμός να ντύνεσαι έτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθυστέρηση — η 1. αναχρονισμός, οπισθοδρομικότητα: Σε πολλές χώρες παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση. 2. αργοπόρηση, μη έγκαιρη άφιξη: Το τρένο έφτασε στο σταθμό με καθυστέρηση μιας ώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσαιωνισμός — ο βαρβαρότητα, οπισθοδρομικότητα, ανελευθερία: Στο σχολείο μας επικρατεί μεσαιωνισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)